μουσαμαδιά

μουσαμαδιά
η
αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ-ες τού μουσαμάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. παπάδες: παπαδιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουσαμαδιά — η αδιάβροχο πανωφόρι φτιαγμένο από μουσαμά: Φόρεσε τη μουσαμαδιά και βγήκε στη βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσαμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ύφασμα που αλείφεται με κερί ώστε να είναι αδιάβροχο: Σκέπασε τα χόρτα με μουσαμά για να μη βραχούν. 2. αδιάβροχο πανωφόρι από μουσαμά, η μουσαμαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”